Αν θες να παίξεις ένα horror παιχνίδι, το οποίο δεν θα σε πετάει απλά από το ένα jumpscare στο άλλο, αλλά θες να έχει μια πλούσια ιστορία και να σε βάζει να πάρεις σημαντικές αποφάσεις για την τροπή της ιστορίας, τότε σιγουρά πρέπει να παίξεις ένα παιχνίδι από την σειρά The Dark Pictures Anthology.
Σήμερα θα σας μιλήσω για την εμπειρία μου με τρίτο παιχνίδι στην σειρά The Dark Pictures Anthology, το House of Ashes. Είναι όμως το παιχνίδι αυτό, αντάξιο του ονόματος που έχει δημιουργήσει η Supermassive Games για την σειρά;
Πάμε να το δούμε.
Ας πάρουμε τα πράγματα λίγο με την σειρά. Το The Dark Pictures Anthology στηρίζει τα παιχνίδια του σε real life μύθους, έτσι έγινε με το Man Of Medan, έτσι έγινε και με το Little Hope και φυσικά το ίδιο γίνεται τώρα και με το House Of Ashes. Έτσι λοιπόν βρισκόμαστε στην Μεσοποτάμια του 2231 π.Χ., ακολουθώντας έναν μύθο που έχει πάρει επιρροές από το The Curse of Akkad, έναν μύθο που περιγράφει λεπτομερώς πώς καταστράφηκε η Ακκαδική Αυτοκρατορία αφού ο βασιλιάς της, Ναράμ-Σιν, διακήρυξε τον εαυτό του θεό και λεηλάτησε το ναό του θεού Ενλίλ. Όπως ήταν φυσικό, αυτό εξόργισε τη θεότητα των Σουμερίων, η οποία πήρε εκδίκηση καλώντας μια εισβολή από τον γειτονικό λαό των Γουτιών.
Το House of Ashes παρεκκλίνει λίγο από τον Ακκαδικό μύθο, αλλάζοντας θεούς και ναούς, έτσι λοιπόν στην ιστορία μας έχουμε τον ναό του Pazuzu, του βασιλιά των δαιμόνων, εξαπολύοντας στους Ακκάδιους κάτι πολύ χειρότερο από μια απλή εισβολή, κάνοντας την απειλή τον επιτιθέμενων Γουτιών να μοιάζει με μια βόλτα στο πάρκο για τους εναπομείναντες Ακκάδιους σε σχέση με αυτά που επρόκειτο να αντιμετωπίσουν. Κάπως έτσι τελειώνει το introduction στο τρίτο μέρος του The Dark Pictures Anthology.
Με ένα ταξίδι στο μέλλον, βρισκόμαστε στο 2003 και στο Ιράκ, οπού βλέπουμε τον Αμερικανικό στρατό σε μια αποστολή να βρούνε τα όπλα μαζικής καταστροφής του Saddam Hussein. Όπως φυσικά καταλαβαίνετε, αυτό που τελικά βρήκε ο Αμερικάνικος στρατός δεν ήταν ένα σιλό με όπλα, αλλά ένας ερειπωμένος ναός των Σουμερίων και τα τέρατα που κρύβονταν μέσα στα συντρίμμια.
Αυτά τα ολίγα για την ιστορία του House of Ashes, αλώστε δεν θέλω να σας κάνω και spoil εάν έχετε σκοπό να παίξετε το παιχνίδι, οπότε ας περάσουμε σε πιο τεχνικά θέματα τώρα.
Όπως γνωρίζετε (ή αν δεν γνωρίζετε θα μάθετε τώρα), στο παιχνίδι έχουμε 5 playable χαρακτήρες και σκοπός μας είναι να τελειώσουμε το παιχνίδι, χωρίς να κάνουμε κανέναν από τους χαρακτήρες να αφήσει την τελευταία του πνοή στα χεριά μας. Πώς το κάνουμε αυτό; Φυσικά με τις επιλογές που θα πάρουμε στο παιχνίδι. Εάν κάνουμε μια λάθος επιλογή, ή ακόμα και την σωστή μερικές φορές (ανάλογα με την τροπή που έχει πάρει η ιστορία), θα κοστίσει τον θάνατο σε έναν (στο καλό σενάριο) από τους χαρακτήρες μας.
Στο House of Ashes έχουμε 4 Αμερικάνους και έναν Ιρακινό στρατιώτες. Όπως μπορείτε να διαπιστώσετε και μόνοι σας, οι πρώτοι με τον δεύτερο, ας το πούμε ευγενικά, δεν τα πάνε και πολύ καλά μεταξύ τους. Αφού, θεωρητικά, βρίσκονται σε πόλεμο. Όμως βρίσκονται παγιδευμένοι στο ίδιο μέρος. Και αν θέλουν να έχουν έστω και την παραμικρή ελπίδα και πιθανότητα να φύγουν ζωντανοί από εκεί μέσα, θα πρέπει να αναγκαστούν να αφήσουν στην άκρη την έχθρα τους.
Πέρα όμως από την πολεμική έχθρα, έχουμε και τις προσωπικές διάφορες που πρέπει να λύσουν οι χαρακτήρες ώστε να καταφέρουν ένα επιβιώσουν. Και πώς θα το κάνουμε αυτό σας ακούω να ρωτάτε ξανά. Φυσικά με τις κατάλληλες απαντήσεις που θα δώσουμε, στους μεταξύ τους διάλογους. Δηλαδή…με τις επιλογές μας.
Όπως βλέπετε, το μοτίβο με τις επιλογές, καλά κρατεί και στο House of Ashes.
Γενικά, δεν μπορώ να πω περισσότερα για την ιστορία και για το τι θα συναντήσουν οι χαρακτήρες του παιχνιδιού, χωρίς να προβώ σε διάφορα spoils.
Άρα πάμε στη στιγμή που όλοι περιμένατε, ήρθε η ώρα να δούμε εάν το House of Ashes είναι αντάξιο του ονόματος The Dark Picture Anthology, που έχει στην αρχή του.
Θα ξεκινήσουμε, όπως πάντα, από τα θετικά. Στο House οf Ashes έχουμε αρχικά πολύ ωραία γραφικά, σε ένα πολύ ωραίο και σκοτεινό περιβάλλον, αντάξιο του μύθου που μας προσφέρει του παιχνίδι. Αρκετά καλό character building, οπού μας χτίζει σιγά σιγά τις αντιπαλότητες που έχουν μεταξύ τους οι χαρακτήρες, καταπληκτική μουσική και φυσικά μια πολύ ωραία ιστορία.
Στα αρνητικά τώρα, δεν μπορώ να πω πως το παιχνίδι έχει κάτι ιδιαίτερα αρνητικό. Πιο πολύ στηρίζονται σε προσωπική άποψη για το πώς είδα την εξέλιξη της ιστορίας. Αρχικά, μιλάμε για ένα παιχνίδι που είναι γύρω στις 6 ώρες. Μέσα σε αυτές τις 6 ώρες λοιπόν έχουμε πολύ λίγο action, τουλάχιστον σε σχέση με τα αλλά παιχνίδια της σειράς, με αποτέλεσμα να νιώθω πως βλέπω ένα interactive movie και όχι να παίζω ένα παιχνίδι. Στα quick time events δεν ένιωθα αυτό το άγχος που ένιωθα στα αλλά 2 παιχνίδια, ότι αν κάνω έστω και το παραμικρό λάθος θα μου κοστίσει έναν χαρακτήρα. Τέλος θα πρέπει να αναφέρω, χωρίς να κάνω spoils, πως το τέλος της ιστορίας δεν ήταν αυτό το mindfuck που είχα συνηθίσει και ήταν απλά ένα “καλό τέλος”, έτσι δεν μου έδωσε τον ενθουσιασμό και την ευχαρίστηση, σε σχέση με τα προηγούμενα παιχνίδια της σειράς.
Κλείνοντας λοιπόν, θα πω πως ήταν ένα αρκετά καλό παιχνίδι και φυσικά σας συστήνω να το παίξετε. ειδικά και με κάποιον φίλο σας. Προσωπικά όμως θα απολάμβανα περισσότερο να βλέπω το παιχνίδι σαν ένα είδος ταινίας, κι αυτό ίσως λέει πολλά από μόνο του.