Το Dead Space είναι μια σειρά παιχνιδιών sci-fi survival horror που αναπτύχθηκε από την Visceral Games και υπήρξε πυλώνας για την εξέλιξη του genre, όταν κυκλοφόρησε το πρώτο μέρος το 2008. Από τον σχεδιασμό του close corridor combat αλλά και των εχθρών, μέχρι το audio setting, το Dead Space υπήρξε ένα αριστούργημα που όντας παιδί γυμνασίου όταν το έπαιξα, μου σήκωνε την τρίχα σε κάθε encounter. Η Visceral Games έκλεισε τον Οκτώβριο του 2017 και πολλοί από εκείνους που εργάστηκαν σε αυτή, δημιούργησαν την Striking Distance Studios, της οποίας ηγείται ο Glen Schofield, πασίγνωστος για την δουλειά του στο Dead Space. Πρώτη τους δουλειά λοιπόν είναι το The Callisto Protocol, το οποίο, αν και είναι μια, ως επί το πλείστον, ευχάριστη εμπειρία, είναι “στοιχειωμένο” από τα φαντάσματα του παρελθόντος.
Η πλοκή του παιχνιδιού ακολουθεί τον Jacob Lee, τον οποίον υποδύεται ο Josh Duhammel, ηθοποιός γνωστός για τη συμμετοχή του στις ταινίες Transformers. Ο Jacob είναι πιλότος ο οποίος προσκρούει σε ένα φεγγάρι του Δία που ονομάζεται Callisto κι εκεί συλλαμβάνεται και οδηγείται στο Black Iron Prison, όπου λίγες ώρες μετά την σύλληψη του, μια μυστηριώδης ασθένεια πλήττει τόσο τους κρατούμενους όσο και τους φύλακες, μετατρέποντας τους σε τέρατα, σε ένα σκηνικό που μου θύμισε πολύ το The Suffering για το PlayStation 2. Ο Jacob καλείται να επιβιώσει και να μάθει, με την βοήθεια κάποιων “φίλων” του, τι στο καλό συνέβη στις εγκαταστάσεις του Black Iron.
Όπως και με το Dead Space, έτσι κι εδώ, χρησιμοποιείται η οπτική της OTS (over-the-shoulder) κάμερας, η οποία εφαρμόζει καλά και καταφέρνει να παγιδέψει την αίσθηση μεταξύ ενός third person και first person τίτλου. Ο Jacob Lee, σε αντίθεση με τον Isaac Clarke, έχει στη διάθεση του κι ένα baton, ενεργοποιώντας έτσι το melee combat, κάτι στο οποίο το παιχνίδι βασίζεται πολύ. Τόσο πολύ, που στο playthrough μου τα πυροβόλα όπλα έρχονταν σε δεύτερη μοίρα τόσο στην προτίμηση, όσο και στους πόρους που θα διέθετα για τα upgrades.
Το σύστημα μάχης, όσον αφορά το baton, βασίζεται σε μια αλληλουχία κουμπιών, την οποία ο παίκτης πρέπει να εφαρμόσει σωστά για να αποφύγει τις επιθέσεις των εχθρών. Αυτό το μοτίβο είναι μια πολύ απλή διαδικασία, στην οποία ο παίκτης απλώς πρέπει να κάνει αριστερά και μετά δεξιά ή το ανάποδο, κάτι το οποίο εξουδετερώνει την δυσκολία του παιχνιδιού, αλλά είναι πέρα για πέρα απολαυστικό. Το melee έχει πολύ καλό feedback, δίνοντας μου να καταλάβω πως κάθε χτύπημα πονάει περισσότερο από το προηγούμενο.
Από την άλλη μεριά, τα πυροβόλα όπλα που θα βρει ο Jacob κατά την διάρκεια της περιπέτειας του είναι λίγα κι όχι εύκολα στη χρήση, καθώς η εναλλαγή από το ένα όπλο στο άλλο γίνεται χρησιμοποιώντας ως βάση τον ίδιο κορμό, κάτι που καθιστούσε πολύ δύσκολη την μεταφορά από το πιστόλι στο shotgun κατά την διάρκεια μιας μάχης. Η ουσιαστική χρήση των όπλων παρουσιάζεται μέσω ενός συστήματος μέσα στο παιχνίδι κατά το οποίο, μετά από ένα δυνατό χτύπημα, δίνεται η ευκαιρία για ένα quick-shot στο κεφάλι του εχθρού.
Όσο προχωράει το παιχνίδι, ο Jacob θα ανακαλύπτει όλο και περισσότερα όπλα αλλά και πόρους, τους οποίους θα μπορεί να ξοδέψει στους Reforger σταθμούς που βρίσκονται διασκορπισμένοι στις εγκαταστάσεις του Black Iron. Σε αυτούς δίνεται η ευκαιρία στον παίκτη για αναβαθμίσεις στο melee, στα όπλα αλλά και η δυνατότητα crafting για σφαίρες και healing items.
Ένα πολύ σημαντικό αντικείμενο στο οπλοστάσιο του Jacob είναι το GRP, ένας μηχανισμός που αποκτάται αρκετά σύντομα στο παιχνίδι και ο οποίος δίνει την δυνατότητα στον παίκτη να τραβάει, αλλά και να πετάει, τους εχθρούς κατά βούληση. Η χρήση αυτού του μηχανισμού δεν είναι απεριόριστη, όμως με τα κατάλληλα upgrades πλησιάζει αρκετά αυτόν τον χαρακτηρισμό. Το GRP αφαιρεί αρκετά από το The Callisto Protocol το horror στοιχείο, καθώς ακόμα και οι πιο δυνατοί εχθροί μπορούν να αντιμετωπιστούν με την εκσφενδόνιση τους σε διάφορα environmental hazards με το πάτημα ενός κουμπιού.
Όσον αφορά τον οπτικό τομέα, το The Callisto Protocol είναι κυριολεκτικά ένα χάρμα οφθαλμών. Με σκηνές που με άφησαν με το στόμα ανοιχτό, η μηχανή γραφικών που χρησιμοποιεί ο τίτλος τάσσεται προς τη μεριά του next-gen, ενώ την τιμητική τους έχουν πλάνα του Jupiter αλλά και γενικότερα, όπως μπορείτε να δείτε παρακάτω.
Κάτι που με ενόχλησε αρκετά στον τίτλο και είναι ένα φαινόμενο από το οποίο πάσχουν αρκετοί τίτλοι κατά την κυκλοφορία τους τα τελευταία χρόνια, είναι το κακό optimization για το PC. Το stutter μέσα στο παιχνίδι ήταν αρκετά συχνό, ενώ δεν έλειπαν και ορισμένα bugs και glitches που συνάντησα. Αξίζει όμως να αναφέρω πως η Striking Distance Studios προσπαθεί συνεχώς να βελτιώσει τον τίτλο της, οπότε δεν μπορώ να είμαι και πολύ αυστηρός κριτής σε αυτόν τον τομέα.
Εν κατακλείδι, το The Callisto Protocol είναι μια αμιγώς linear εμπειρία η οποία μου πήρε 8 ώρες για να φτάσω στο τέλος της. Κρίνοντας την ως έναν ανεξάρτητο τίτλο, είναι ένα αρκετά διασκεδαστικό ταξίδι με την δράση πολλές φορές να χτυπάει κόκκινο. Από την άλλη μεριά όμως, πρέπει να κριθεί κι ως ο πνευματικός διάδοχος του Dead Space, καθώς έτσι παρουσιάστηκε στο κοινό, κι εδώ είναι που ο τίτλος χάνει τη μπάλα. Το The Callisto Protocol μετά από ένα σημείο πετάει στα σκουπίδια το horror στοιχείο για το οποίο διαφημίστηκε και μετατρέπεται σε μια shooting gallery δίχως βάθος. Τα jumpscares είναι προβλέψιμα και η ατμόσφαιρα όσο προχωράει το παιχνίδι γίνεται ολοένα και περισσότερο αδιάφορη. Όσοι θέλετε μια ανάλαφρη περιπέτεια για να χαλαρώσετε και να περάσετε τον χρόνο σας, μόλις την βρήκατε. Όσοι ψάχνετε για μια horror εμπειρία εφάμιλλη εκείνης του Oscar Isaac, κάντε υπομονή μέχρι την κυκλοφορία του Dead Space Remake.
Βαθμολογία: 7/10
Διαβάστε ακόμη:
Σχόλια 2